Adult forum Gr
Greek Escorts & Call Girls forum
Η περίοδος της μεγάλης κρίσης στην Τουρκία άρχισε:
Η χώρα σε συνθήκες χάους…
(γράφει ό Νίκος Μούδουρος)
http://kostasxan.blogspot.gr/2016/03/blog-post_514.html
«Σήμερα είμαστε σε συνθήκες τις οποίες η λέξη ‘χάος’ δεν είναι αρκετή για τις περιγράψει». Αυτά σημείωνε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» στις 15 Μαρτίου 2016 ο καθηγητής Αχμέτ Ινσέλ.
Δύο μέρες μετά τη νέα βομβιστική επίθεση στο κέντρο της Άγκυρας, η διαπίστωση του Τούρκου ακαδημαϊκού καταγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο το άνοιγμα μιας περιόδου μεγάλης κρίσης στη χώρα με άγνωστο χρονικό ορίζοντα, αλλά πολύ περισσότερο με άγνωστα τα τελικά της αποτελέσματα. Οι πλευρές της αντιπαράθεσης στην Τουρκία έχουν επιλέξει με τον πιο επίσημο τρόπο τη μέθοδο της ένοπλης βίας για την υλοποίηση των πολιτικών τους στόχων. Από τη μια το τουρκικό κράτος και από την άλλη το ΡΚΚ φαίνεται να εισέρχονται σε μια περίοδο «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Αυτοί οι «λογαριασμοί» άπτονται ζητημάτων περιφερειακής κλίμακας και επιρροής, ενώ χαρακτηρίζονται από την σχεδόν ολοκληρωτική περιθωριοποίηση της «κλασικής» πολιτικής δραστηριότητας και την ενεργοποίηση της σκληρής ισχύος των όπλων.
Ιστορικά ίσως να είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής με το πέρασμα του χρόνου μετατρέπεται σε ζήτημα εσωτερικό, επηρεάζοντας καθοριστικά την πορεία μιας κοινωνίας. Μια από αυτές τις περιπτώσεις σήμερα είναι η κατάσταση στη Συρία για την κοινωνία στην Τουρκία. Η τρίτη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα, μέσα σε διάστημα μόλις πέντε μηνών, δείχνει την υπέρβαση των ορίων του διαχωρισμού της εξωτερικής από την εσωτερική πολιτική. Υπογραμμίζει τον πλήρη μετασχηματισμό μιας πολιτικής που αρχικά εντάχθηκε στη σφαίρα της διπλωματίας και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αποτέλεσε κέντρο καθοριστικής επιρροής της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, αλλά δυστυχώς και της απώλειάς της. Γιατί τόσο οι τρομοκρατικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους, όσο και οι τελευταίες που συνδέονται στον έναν ή στον άλλο βαθμό με το ΡΚΚ, έχουν τις ρίζες τους στη στρατηγική που ακολουθεί η Άγκυρα σε σχέση με το μέλλον της Συρίας. Ο θάνατος 37 ανθρώπων το βράδυ της Κυριακής στις 13 Μαρτίου είναι ενδεικτικός τόσο των αδυναμιών του κράτους να αντιμετωπίζει τέτοια φαινόμενα, όσο και των προσανατολισμών που μπορεί να πάρει το ήδη πολυδιασπασμένο και πολωμένο εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας.
Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, η διεθνής και περιφερειακή θέση της Τουρκίας φαίνεται να συγκρούεται με την εσωτερική διάταξη ισορροπιών ισχύος. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά αδιέξοδα στην εξωτερική της πολιτική, τα οποία όμως μετατρέπουν την αστάθεια και την κρίση σε βασικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι όσο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των ανικανοποίητων στόχων της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και των πραγματικών της δυνατοτήτων, τόσο περισσότερο αυταρχικοποιείται η εξουσία Ερντογάν. Μέσα στο προαναφερθέν πλαίσιο, η πρόσφατη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα μπορεί να αποτελέσει βάση ανάλυσης των προσανατολισμών που έχουν οι βασικοί πρωταγωνιστές της περιόδου της μεγάλης κρίσης στην Τουρκία.
Η επίθεση της 13ης Μαρτίου στην κεντρική πλατεία Κιζίλαϊ της Άγκυρας έγινε με την ίδια μέθοδο που ακολούθησαν και οι βομβιστές αυτοκτονίας στις 17 Φεβρουαρίου. Η διαφορά ήταν ότι τον Φεβρουάριο οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους ήταν κυρίως στρατιωτικοί διαφόρων βαθμίδων, ενώ την προηγούμενη Κυριακή ήταν όλοι πολίτες. Και στις δύο περιπτώσεις οι δράστες φέρονται να ήταν ενταγμένοι σε οργανώσεις που συνδέονται με το ΡΚΚ. Τέτοιου είδους επιθέσεις αυτοκτονίας έγιναν και στο παρελθόν, όμως είναι γεγονός ότι το ένοπλο κουρδικό κίνημα επέλεγε κυρίως στρατιωτικούς ή αστυνομικούς στόχους. Άρα η τελευταία επίθεση που προκάλεσε τη δολοφονία άοπλων πολιτών, είτε έγινε από επιχειρησιακό λάθος είτε συνειδητά, αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι το ΡΚΚ και άλλες ένοπλες οργανώσεις που συνεργάζονται μαζί του επέλεξαν την επικέντρωση στην προσπάθεια γενικής αποσταθεροποίησης της χώρας. Σύμφωνα με τον πρώην αναπληρωτή επικεφαλής των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, Τζεβάτ Ονές, η συχνότητα των χτυπημάτων στην Άγκυρα το τελευταίο χρονικό διάστημα αποτελεί ιστορικά ένα εντελώς νέο φαινόμενο. Επομένως ο συμβολισμός είναι αξιοσημείωτος: Το τουρκικό κράτος, το οποίο πολιτικά εκφράζεται στην πρωτεύουσά του, μετατράπηκε σε βασικό στόχο της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος.
Το δεδομένο αυτό φαίνεται να συνδέεται και με την πρόσφατη ανακοίνωση της συνεργασίας του ΡΚΚ με διάφορες μικρότερες επίσης παράνομες ένοπλες οργανώσεις που δρουν στην Τουρκία. Η συγκεκριμένη συνεργασία ονομάστηκε «Ενωμένο Επαναστατικό Κίνημα των Λαών» και λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη είναι η σχετική ενίσχυση της δραστηριοποίησης του ΡΚΚ με ακόμα περίπου 1.000 άντρες και γυναίκες. Η δεύτερη είναι η ευκαιρία πρόσβασης των υπόλοιπων οργανώσεων στις διασυνδέσεις και την τεχνική υποστήριξη του ΡΚΚ που αποτελεί ομολογουμένως την πιο ισχυρή συνιστώσα της συνεργασίας. Σε πολιτικό επίπεδο, η σύμπραξη αυτού του μετώπου υπηρετεί κυρίως τον διακηρυγμένο στόχο της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος για μεταφορά της αντιπαράθεσης στα μεγάλα αστικά κέντρα των δυτικών περιοχών της Τουρκίας.
Όμως η συγκεκριμένη απόφαση του ΡΚΚ προσφέρει μεταξύ άλλων και τη δυνατότητα αξιοποίησης των αδυναμιών των υπηρεσιών πληροφοριών του κράτους, καθώς διανοίγει τις προοπτικές νέων και πιο γρήγορων μορφών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το ΡΚΚ στις σημερινές συγκυρίες έχει εγκαταλείψει σε κάποιο βαθμό την αυστηρή συγκεντρωτική δομή λήψης αποφάσεων για τέτοιες ενέργειες. Παλαιότερα μια παρόμοια οδηγία ήταν αποτέλεσμα λεπτομερούς επεξεργασίας της ανώτατης ηγεσίας και η υλοποίησή της περνούσε μέσα από τη διάχυση της οδηγίας προς τη βάση της ένοπλης πτέρυγας. Αυτή η διαδικασία ήταν χρονοβόρα, αλλά και επικίνδυνη αφού προσέφερε περιθώρια στο τουρκικό κράτος να αντιδράσει διαμέσου των πληροφοριών που θα μπορούσε να αποσπάσει εξαιτίας της μεταφοράς των μηνυμάτων σε μια κάθετη δομή.
Η νέα τακτική χαρακτηρίζεται από τη λήψη της πολιτικής απόφασης εκ μέρους της ένοπλης ηγεσίας του ΡΚΚ, αλλά η πρωτοβουλία για τον χρόνο και τη μέθοδο της επίθεσης αφήνεται στους τοπικούς πυρήνες που μπορεί να μην είναι καν οργανικά συνδεδεμένοι με το ΡΚΚ. Έτσι μια επίθεση, όπως αυτές του τελευταίου μήνα στην Άγκυρα, μπορεί να αποφασιστεί και να υλοποιηθεί μέσα σε μερικές μέρες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ούτε και το γεγονός ότι τόσο στις 17 Φεβρουαρίου, όσο και στις 13 Μαρτίου, οι επιθέσεις υλοποιήθηκαν από βομβιστές αυτοκτονίας σε αυτοκίνητα. Δηλαδή μια σχετικά νέα μέθοδο, πολύ πιο δύσκολη στον προληπτικό εντοπισμό. Σε αυτό το σημείο τα νέα ποιοτικά στοιχεία που προκύπτουν είναι ο ανώτερος βαθμός πρόσβασης των οργανώσεων αυτών σε στρατιωτικά υλικά, αλλά και η διεύρυνση της κοινωνικής τους βάσης με την αύξηση νεαρών ατόμων που επιλέγουν με τόση ευκολία τον θάνατο ως εργαλείο υλοποίησης πολιτικών στόχων.
Ανατροπή της εξουσίας Ερντογάν ο στόχος ΡΚΚ
Μέσα από το πλέγμα όλων αυτών των λεπτομερειών, ο γενικότερος προσανατολισμός της ένοπλης πτέρυγας του κουρδικού κινήματος καταλήγει στην επιλογή ενός γενικευμένου πολέμου. Το ΡΚΚ δείχνει αποφασισμένο τουλάχιστον στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω το εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι πρόσφατες επιθέσεις δεν θα είναι οι τελευταίες. Άλλωστε, όπως είχε δηλώσει τέσσερις μέρες πριν την τελευταία βομβιστική επίθεση ο Τζεμίλ Μπαγίκ, εκ των ηγετών του ΡΚΚ, η διεκδίκηση της οργάνωσης για το άμεσο μέλλον είναι η ανατροπή της εξουσίας Ερντογάν. Υπό αυτή την έννοια, το ΡΚΚ αντιμετωπίζει πλέον το κουρδικό πρόβλημα ως ένα πρόβλημα περιφερειακών διαστάσεων μέσα στις οποίες η Τουρκία αποτελεί ένα από τα πολλά μέτωπα και όχι το μοναδικό.
Η προτεραιότητα παραμένει η κατάσταση στη Συρία και η σταθεροποίηση της κουρδικής εξουσίας στα βόρεια εδάφη. Με αυτό το σκεπτικό και ενόψει της περιόδου της άνοιξης και του καλοκαιριού, το ΡΚΚ επιδιώκει να μειώσει την προοπτική μεταφοράς περισσότερων στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας στα σύνορα με τη Συρία, προβαίνοντας σε ενέργειες μιας ευρύτερης αποσταθεροποίησης σε κέντρα έξω από τις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας.
Οι προσανατολισμοί του τουρκικού κράτους
Από τις πρώτες στιγμές που ακολούθησαν την έκρηξη στην Άγκυρα στις 13 Μαρτίου 2016, ο Πρόεδρος Ερντογάν και η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) άρχισαν να ξεδιπλώνουν διάφορες πτυχές για μελλοντικά πολιτικά κέρδη. Για να κατανοηθεί αυτή η προσπάθεια του τουρκικού κράτους, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο περίγυρος μέσα στον οποίο έγινε η τελευταία βομβιστική επίθεση. Από τη μια οι ΗΠΑ συνεχίζουν τις διαβουλεύσεις και τους σχεδιασμούς τους με συμμάχους στην περιοχή για χερσαίες επιχειρήσεις ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος στη Μοσούλη. Από την άλλη, η μερική έστω υλοποίηση της κατάπαυσης του πυρός στη Συρία φαίνεται να δυσκολεύει την Άγκυρα στη συνέχιση των στρατιωτικών της επιθέσεων ενάντια στους Κούρδους των βόρειων περιοχών.
Το προαναφερθέν σε συνδυασμό με τη μικρή εδαφική επέκταση και σταθεροποίηση του κουρδικού κινήματος εντός Συρίας είναι εξελίξεις που συνεχίζουν να αποκόπτουν την επιρροή της Τουρκίας σε διάφορες ένοπλες οργανώσεις της λεγόμενης μετριοπαθούς ισλαμικής αντιπολίτευσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και εφόσον οι βασικοί στόχοι της Τουρκίας για τη Συρία δεν αλλάζουν, τότε οι πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις αναμένεται να χρησιμοποιηθούν σε μια επιθετική διπλωματική προσπάθεια της Άγκυρας, με στόχο να μεταφέρει πιέσεις προς τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. σε σχέση με την υλοποίηση των δικών της επιδιώξεων εντός των συριακών εδαφών και όχι μόνο.
Ο κίνδυνος «παράλυσης» μιας κοινωνίας
Στο φόντο της εσωτερικής διάστασης των συνεπειών της τελευταίας βομβιστικής επίθεσης υπάρχει ήδη η εμβάθυνση ενός ακήρυχτου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με το οποίο ουσιαστικά σήμερα διοικείται η χώρα. Η εντατικοποίηση του αυταρχισμού προβάλλει ως μονοδρομική επιλογή ενός πολιτικού ηγέτη που έχει ταυτίσει το μέλλον του αποκλειστικά και μόνο με τη διεύρυνση της εξουσίας του.
Λαμβανομένης υπόψη της σημερινής θέσης του Ερντογάν και του ΑΚΡ στο πολιτικό σύστημα της Τουρκίας, το πιο πάνω δεδομένο αποκαλύπτει γενικότερα την κατεύθυνση που φαίνεται να παίρνουν όλες οι κρατικές δομές εξουσίας. Οι σχεδιαζόμενες νέες δομές με αντικείμενο την τρομοκρατία, όπως η σκέψη για Υπουργείο Ασφάλειας, καθώς και η επιδιωκόμενη άρση της βουλευτικής ασυλίας της ηγεσίας του φιλοκουρδικού HDP, είναι ενέργειες που σηματοδοτούν την προσπάθεια παραμερισμού και περιθωριοποίησης όλων των μηχανισμών δημοκρατικής διαβούλευσης.
Τα κοινωνικά τραύματα και η πόλωση διαχέονται με τέτοιο ρυθμό που εξαναγκάζουν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας να αναζητούν σταθερότητα μέσα στην αστάθεια και συνεπώς να γίνονται ευάλωτα σε πράξεις νομιμοποίησης του αυταρχισμού. Το κυρίαρχο ερώτημα λοιπόν δεν αφορά τόσο στην προοπτική επιβίωσης της εξουσίας Ερντογάν, όσο στο εάν η κοινωνία στην Τουρκία θα είναι ικανή στο επόμενο χρονικό διάστημα να αντιδράσει με κατευθύνσεις φυγόκεντρες που να αμφισβητούν την υφιστάμενη ηγεμονική τάξη πραγμάτων. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και στην περίπτωση που δεν υπάρξει άμεσα αναστροφή του κλίματος, τότε η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο εσωστρέφειας, της οποίας ο χρονικός ορίζοντας και το περιεχόμενο του τέλους παραμένουν άγνωστα.
Ερντογάν: Αντιτρομοκρατικός ο πόλεμος…
Επομένως το κλίμα που έχει δημιουργήσει η βομβιστική επίθεση θα αποτελέσει κομμάτι μιας διεθνούς εκστρατείας του Ερντογάν. Ο ίδιος άλλωστε στις δηλώσεις καταδίκης της επίθεσης φρόντισε με προσεκτικό τρόπο να εισαγάγει στη φρασεολογία που χρησιμοποίησε τον όρο της «νόμιμης άμυνας» του κράτους.
Η συγκεκριμένη φράση στη δήλωση Ερντογάν έχει χρησιμοποιηθεί ξανά μόνο μετά από επιθέσεις που συνδέονται με το ΡΚΚ και όχι με το Ισλαμικό Κράτος. Συνεπώς πρόκειται για λεπτομέρεια με ιδιαίτερες διαστάσεις, αφού στο πολιτικό της πλαίσιο η «νόμιμη άμυνα» παραπέμπει σε μια εξωτερική απειλή ή επίθεση, η αντιμετώπιση της οποίας μπορεί να γίνει εκτός συνόρων. Ο Πρόεδρος της Τουρκίας λοιπόν επανέφερε συνειδητά τη βασική θέση του κράτους περί της αναγκαιότητας μιας σκληρής στρατιωτικής αντιμετώπισης του ένοπλου κουρδικού κινήματος, είτε αυτό βρίσκεται στο βόρειο Ιράκ είτε στη βόρεια Συρία.
Σε αυτό το σημείο, ο προσανατολισμός της εξουσίας θέλει να επαναφέρει τις ιδιαιτερότητες της γεωπολιτικής θέσης της Τουρκίας που την αναγκάζουν να αντιμετωπίσει νέες «εξωτερικές απειλές». Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, ο «αντιτρομοκρατικός αγώνας» της Άγκυρας θα πρέπει να μετατραπεί σε «αντιτρομοκρατικό πόλεμο» με τη στήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή παραγόντων της Δύσης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ.
Πέραν όμως της περιφερειακής διάστασης των προσανατολισμών του Ερντογάν και της κυβέρνησης ΑΚΡ, οι συνέπειες της τελευταίας δολοφονικής επίθεσης θα αποτελέσουν βάση έντονων εσωτερικών διεργασιών στη χώρα με προφανείς τις αρνητικές πτυχές. Η απάντηση του τουρκικού κράτους στο επίπεδο της ένοπλης αντιπαράθεσης αναμένεται να εκφραστεί στην εντατικοποίηση του πολέμου στις νοτιοανατολικές περιοχές. Σε επίπεδο πολιτικών δομών όμως, η αντίδραση μπορεί να συμπεριλάβει μορφές καταστολής εναντίον όχι μόνο του οργανωμένου κουρδικού κινήματος, αλλά και άλλων συνόλων ή ατόμων που στηρίζουν τις θέσεις των Κούρδων και του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP).
Ήδη ο Ερντογάν έχει δημοσίως τοποθετηθεί υπέρ της αναγκαιότητας διεύρυνσης του περιεχομένου των όρων «τρομοκράτης» και «τρομοκρατία» με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει ουσιαστικά δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, πολιτικά στελέχη και ακτιβιστές. «Δεν με ενδιαφέρει αν είναι αρθρογράφοι κ.λπ., εάν η πένα τους είναι στο πλευρό των τρομοκρατών, τότε είναι απέναντί μου» υπογράμμισε με νόημα σε ομιλία του ενώπιον ομάδας κοινοταρχών στις 16 Μαρτίου. Στο ίδιο μήκος κύματος, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Σταρ» ανακοίνωσε την ίδια μέρα ότι η τροποποίηση του ποινικού κώδικα στα προαναφερθέντα σημεία θα αγγίζει πλέον άρθρα γνώμης και ειδήσεις που δημοσιεύονται.
* Ο Νίκος Μούδουρος είναι δρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών.
«Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος, παρά να ζεις γονατιστός» (Emiliano Zapata)
Να δούμε όμως και τι αντίκτυπο θα έχουν όλα αυτά σε εμάς...... έχω αρχίσει και φοβάμαι.......
Κλασική κίνηση της Τουρκίας ΠΑΝΤΑ όταν έχει εσωτερική ταραχή / αστάθεια,
είναι να βρίσκει casus belli με εμάς κοινώς όλα αυτά με αεροπλάνα και βαπόρια θα μας σπάσουν τα αρχίδια,
εχουν και πρόβλημα με τον εγωισμό τους που τους γάμησε η Ρωσία σε όλα τα επίπεδα,
Τώρα αν σταθούμε πολύ μαλακοί ή πολλοί σκληροί θα έχουμε πόλεμο ή έστω σύρραξη,
που δεν μας παίρνει με τίποτα.
TWITTER: https://twitter.com/Escorts_Forum
https://web.facebook.com/ioannis.nikolaos.1
Σελίδα : https://facebook.com/Adult-Forum-Gr-537449389932374/
Γκρουπ https://www.facebook.com/groups/852911848172406/
Η συμπεριφορά της Τουρκίας και μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία της... (γράφει ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος)
http://www.defence-point.gr/news/?p=150929
Η Τουρκία κατά πολλούς έχει γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνη εσχάτως, δείχνει να κινείται χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και όλοι – μεταξύ αυτών κι εγώ – έχουν δυσκολία να καταλάβουν σε τι αποσκοπεί και τι επιδιώκει με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της. Κάποια στιγμή σωρεύτηκαν αρκετά ερωτήματα, μέχρι που αποφάσισα να πιάσω την ιστορία μεθοδικά, από την αρχή…
Δεν είναι μόνο ο Ερντογάν, αλλά και γενικώς η τουρκική πολιτική και στρατιωτική τάξη που αρέσκονται σε ευκαιριακά οφέλη, ανεξαρτήτως των παγίων στρατηγικών στόχων που έχουν. Δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς την Ιστορία της Τουρκίας για να διαπιστώσει ότι βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Αλλά ας έρθουμε στο σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία βρίσκεται σε μία εσωτερική αναδιάταξη δυνάμεων και έναν συνεχή αγώνα επικράτησης διαφόρων ομάδων/προσώπων… μέχρι «θανάτου». Ουδείς δύναται να το αμφισβητήσει αυτό, αλλά τα πράγματα φαίνεται να είναι πολύ πιο περίπλοκα από όσο δείχνουν, κινούμενα σε πολλαπλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή που οι διάφορες ομάδες ή άτομα συγκρούονται στο Α θέμα την ίδια ακριβώς στιγμή συμπλέουν στο Β θέμα.
Άρα η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζεται και να «διαβάζεται» σε πολλά επίπεδα συγχρόνως, ενώ αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς δεν αφορά ασφαλώς μόνο την Τουρκία, αλλά πολλές χώρες που έχουν παραπλήσια πολιτικά χαρακτηριστικά. Εμείς όμως οι Ευρωπαίοι έχουμε μία πολύ ισχυρή τάση να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα όπως συμβαίνουν σε εμάς, το περίφημο «mirror imaging», με αποτέλεσμα να εξάγουμε διαρκώς τα λάθος συμπεράσματα.
Στα περισσότερα περιοδικά ποικίλης ύλης υπάρχουν κάποια παζλ με τελείες που αν τις ενώσεις δημιουργούν μία εικόνα. Μήπως θα έπρεπε να κάνουμε το ίδιο με την στρατηγική και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας; Μήπως αντί να προσπαθούμε να βγάζουμε συμπεράσματα για κάθε θέμα ξεχωριστά (μεμονωμένη τελεία), θα έπρεπε να κοιτάξουμε τα πράγματα ενώνοντας τις τελείες και να δούμε τα πράγματα σκεπτόμενοι σαν Τούρκοι και όχι σαν Ευρωπαίοι;
Η Τουρκία, από τη εποχή του Ατατούρκ ποτέ δεν έκρυψε τις φιλοδοξίες της να καταστεί μία περιφερειακή δύναμη (μέσα της βέβαια ήλπιζε πάντα ότι θα μπορούσε να αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κάτι περισσότερο από «τοπική» υπερδύναμη). Δεν ήταν βεβαίως ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα, καθώς οι φιλοδοξίες της ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτό που οι άλλοι ήταν διατεθειμένοι να της αναγνωρίσουν και ενδεχομένως από τις αντικειμενικές της δυνατότητες.
Τα «ρούχα» της περιφερειακής δύναμης που οι μεγάλες δυνάμεις της επέτρεπαν να φοράει όμως, πάντα τα ένιωθε πολύ στενά για τις φιλοδοξίες της. Αυτή η διαπίστωση εμπεδώθηκε επί ηγεσίας Ερντογάν, γιατί ο συγκεκριμένος ηγέτης υπήρξε ο καταλυτικός παράγων πολλών αλλαγών στην Τουρκία.
Είναι ο άνθρωπος ο οποίος έθεσε σε αμφισβήτηση τους βασικούς πυλώνες του Κεμαλισμού, κυρίως το ότι η Τουρκία είναι «κοσμικό» (secular) κράτος, με βασικές κρατικές δομές παρόμοιες με τις δομές μιας ευρωπαϊκής χώρας, με προοπτική κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον να ενταχθεί φυσιολογικά στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η μουσουλμανική στροφή του Ερντογάν ενθαρρύνθηκε από το αμερικάνικο State Department, καθώς φαίνεται ότι οι αναλυτικοί «αστέρες» που διαθέτει στο δυναμικό του, κατέληξε στο ότι η Τουρκία του Ερντογάν «κούμπωνε» έξοχα στα ευρύτερα σχέδια περί «Μουσουλμανικής Άνοιξης» που είχαν αρχίσει να ξετυλίγονται…
Κολλημένοι στο πάγιο ιδεολόγημα – στερεοτυπική πεποίθηση δεκαετιών, θεωρούσαν σε βαθμό βεβαιότητας (αλλιώς λογικά δεν θα το αποτολμούσαν), ότι η Τουρκία μπορούσε να γίνει το Νέο μουσουλμανικό κράτος-μοντέλο που οι ΗΠΑ ήθελαν να δημιουργήσουν στην «νέα» Μέση Ανατολή που επιθυμούσαν να αναδυθεί.
Η Αμερική λοιπόν φαίνεται πως ενθάρρυνε έμμεσα – ή ακόμα και άμεσα, όπως ενδεχομένως αποδείξει η ιστορική έρευνα στο μέλλον – την Τουρκία να μετακινηθεί από τον ψυχροπολεμικό – κεμαλικό «Δυτικό προσανατολισμό» σε έναν πιο… «Μεσανατολικό», δηλαδή επί της ουσίας της έδινε πραγματικό «χρίσμα» περιφερειακού «παίχτη» (ακόμα και «αντ’ αυτού»…) στην Μέση Ανατολή.
Βεβαίως, η Τουρκία, άλλο που δεν ήθελε, καθώς έβλεπε μία χρυσή ευκαιρία να εκπληρώσει τα πάγια όνειρα της, ενώ ήδη η προοπτική της ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια είχε μπει ατύπως στο ψυγείο, κάτι που για τη νέα κατάσταση στην Τουρκία, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, ταίριαζε πολύ περισσότερο με τη «φύση» της χώρας.
Η Τουρκία είναι μια χώρα που πάντα έβλεπε εαυτόν ως έναν ισότιμο διεθνή δρώντα με το σύνολο της ΕΕ, οπότε εάν ήταν να ενταχθεί, αυτό θα γινόταν μόνο με τη διεκδίκηση ηγετικού ρόλου… και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει τουρκική διεκδίκηση.
Η τουρκική ηγεσία, την εποχή εκείνη συνειδητοποίησε, ότι με το να είναι (κατά την άποψη της) το «καλό παιδί» της Δυτικής συμμαχίας δεν αποκόμιζε τα στρατηγικά οφέλη που επεδίωκε και άρχισε να αλλάζει την πάγια στρατηγική της, από μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές της, σε… προβλήματα με όλο τον κόσμο.
Το επιχείρημα προς εξέταση εδώ που προκαλεί τη συμβατική σοφία, είναι ότι είναι πιθανό να μην είχαμε κατάρρευση της θεωρίας «μηδενικών προβλημάτων» του καθηγητή, υπουργού Εξωτερικών και σήμερα πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, αλλά να επρόκειτο για μια σκόπιμη, σε έναν τουλάχιστον βαθμό προσαρμογή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την εφαρμογή μια «δεύτερης φάσης»… Δηλαδή, η κατάρρευση να είχε προβλεφθεί, έστω ως σενάριο…
Σ’ αυτή της την απόφαση, εάν το επιχείρημα αυτό υποτεθεί ότι αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα, ενθαρρύνθηκε από την συμμαχία και χρηματοδότησή της από το Κατάρ και την Σαουδική Αραβία. Θεωρούσε, ότι με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον και τους χρηματοδότες της, μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και με στενές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα της επιτρεπόταν να αρχίσει να συμπεριφέρεται ως ηγέτιδα δύναμη, ως ηγεμών της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της «μεσανατολικής ενδοχώρας».
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να επαναληφθούν. Ωστόσο, τηλεγραφικά, τίποτε από όσα η Άγκυρα επεδίωκε τελικά δεν «βγήκε», με αποτέλεσμα… «back to square one», επανασχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής, καθώς και της στρατηγικής της.
Η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια παγίως εφαρμόζει μία επιθετική πολιτική προς όλους, μια πολιτική που φλερτάρει έντονα με τα όρια του θράσους. Πολλές φορές παραβαίνει τους διπλωματικούς κανόνες και ενίοτε γίνεται ακόμα και προσβλητική. Γιατί; Ίσως η ερμηνεία συνδέεται με το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Οι ειδήσεις στη χώρα εμφανίζουν την τακτική αυτή του τουρκικού «τσαμπουκά» ως εθνικό θρίαμβο…
Όταν βέβαια βρίσκει αντιστάσεις στις κατά κανόνα μαξιμαλιστικές της διεκδικήσεις άλλοτε υπαναχωρεί, άλλοτε υποχωρεί και άλλοτε αναγκάζεται να… γλύφει εκεί που έφτυνε, όμως αυτό είναι κάτι που στο εσωτερικό της χώρας «περνάει στα ψιλά». Είναι κι αυτό μία μορφή διαπραγμάτευσης, ασυνήθιστη μεν, η οποία όμως σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται αποτελεσματική.
Ας πάρουμε το μεταναστευτικό. Η Τουρκία κατάφερε να «γονατίσει» ολόκληρη την Ευρώπη και μην πιστέψετε ούτε στιγμή ότι υπάρχει έστω και ένας στο στράτευμα ή στα κόμματα της Τουρκίας που να μην συντάσσεται με τον Ερντογάν επί του θέματος, παρότι την ίδια στιγμή είναι έτοιμοι να τον… πετσοκόψουν στην οποιαδήποτε αποτυχία.
Είχε την δυνατότητα η Ευρώπη να αντιδράσει διαφορετικά απέναντι στην Τουρκία; Σίγουρα ναι. Θα μπορούσε – παρότι δύσκολο και περίπλοκο, σίγουρα – να απειλήσει π.χ. την Τουρκία με «πάγωμα» οικονομικών σχέσεων. Υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό θα ανάγκαζε την Τουρκία να γίνει πιο συνεργάσιμη, γιατί αλλιώς ένας οικονομικός πόλεμος με την Ευρώπη θα οδηγούσε τη χώρα σε οικονομική ασφυξία.
Γιατί η Ευρώπη δεν το έκανε; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σε αυτό, αφού κάθε κίνηση στη διεθνή σκακιέρα αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο κάθε χώρας, οδηγεί σε επιπτώσεις που πρέπει να προσμετρηθούν, προτού καταλήξει κανείς σε ένα πιο ασφαλές συμπέρασμα.
Τους πραγματικούς λόγους της ευρωπαϊκής συμπεριφοράς θα τους μάθουμε πολύ αργότερα, αν και σίγουρα επιδέχεται ερμηνείες που άπτονται τις συλλογικής ευρωπαϊκής ψυχολογίας με έναν συνδυασμό από τα στερεότυπα – περί Τουρκίας – και των αδυναμιών της Ένωσης, ή/και επικράτησης εθνικών πολιτικών προτεραιοτήτων.
Η Ουάσιγκτον σίγουρα έχει μετανιώσει για την υποστήριξη που προσέφερε στον Ερντογάν, αλλά… «είναι πια αργά για δάκρυα Στέλλα». Το πρόβλημα είναι ότι η Αμερική στοχοποιεί μόνο τον Ερντογάν και κατά πάσα πιθανότητα, αν ανέβει κάποιος άλλος στην ηγεσία της Τουρκίας θα επανέλθει στην προηγούμενη πολιτική της, καθώς όπως έχει αποδειχθεί, τα στερεότυπα στο State Department δεν αλλάζουν εύκολα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τη Ρωσία.
Ας έρθουμε και στα δικά μας όμως, στις διεκδικήσεις, τις παραβιάσεις και τα λοιπά. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ακολουθώντας την ρήση του «Εθνάρχη», ότι «δεν διεκδικούμε τίποτε αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτε», διαπραγματεύονται όπως μας λένε με τον γείτονα μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Ο γείτονας όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί και πολύ μαζί τους και η αλήθεια δείχνει να είναι μάλλον από την πλευρά του γείτονα, με τους δικούς μας να φαίνονται διατεθειμένοι να παραβούν την ρήση του «Εθνάρχη» (δεν θέλω ερωτήσεις, ένας είναι ο Εθνάρχης…), περί «μη παραχωρήσεων».
Πολλοί θα πούνε ότι προκειμένου να αποφύγουμε τον πόλεμο είναι προτιμότερο να διαπραγματευτούμε και να συμβιβαστούμε. Ουδεμία αντίρρηση, καταρχήν. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι, τί διαπραγματευόμαστε; Διότι διαπραγμάτευση σημαίνει ότι καθένας κάτι δίνει για να πάρει κάτι, η Τουρκία τι ακριβώς θα δώσει στο Αιγαίο; Δεν έχει να δώσει κάτι, ο μόνος που έχει να δώσει είναι η Ελλάδα.
Επομένως η διαπραγμάτευση για την οποία συζητάμε είναι μία διαπραγμάτευση που αφορά του πόσα και τι θα δώσει η Ελλάδα και όχι η Τουρκία, η οποία μια χαρά βολεύεται όταν ακούει τους Έλληνες αφελώς να θέτουν υπερτονίζοντας θέματα όπως αυτό της Χάλκης και του Πατριαρχείου…
Υπό τη διαπραγματευτική οπτική γωνία πάντα, το τονίζουμε για να μην παρεξηγηθούμε. Διότι είναι αμφίβολο εάν πολλοί στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται πως όταν μιλούμε για διαπραγμάτευση, έναν όρο δηλαδή εξόχως τεχνικό, διεθνώς αντιλαμβάνονται κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνονται πολλοί από εμάς.
Αφού το αποσαφηνίσαμε αυτό, χρειάζεται να θέσουμε και να απαντήσουμε σε ένα ακόμα ερώτημα. Έστω ότι υποχωρούμε και δεχόμαστε ένα ορισμένο αριθμό παραχωρήσεων και υπογράφουμε μία διακρατική σύμβαση με την Τουρκία. Ποιος μας εγγυάται, με βάση πάντα την εμπειρία, ότι μετά κάποιο διάστημα η Τουρκία δεν θα επανέλθει με νέες απαιτήσεις;
Αν κοιτάξουμε την Ιστορία θα διαπιστώσουμε, ότι όλες οι ανάλογες περιπτώσεις καταλήγουν σε νέες απαιτήσεις του επιτιθέμενου (γιατί όταν απειλείς κάποιον με πόλεμο είσαι εξ ορισμού επιτιθέμενος), επομένως πρόκειται περί κλασικού «φαύλου κύκλου» και δεν είναι βέβαιο ότι όλοι έχουν επαρκή συναίσθηση αυτού…
Ποια είναι λοιπόν η λύση για την Ελλάδα; Είναι σαφές ότι η διαπραγμάτευση οδηγεί σε εθνική απώλεια. Ποιο όμως θα ήταν το αποτέλεσμα μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, ειδικά υπό τις σημερινές οικονομικές συνθήκες;
Στρατιωτικά μία σύγκρουση στο Αιγαίο είναι ανοιχτή σε όλα τα αποτελέσματα, (οι συσχετισμοί για την Ελλάδα προς το παρόν δεν είναι απαγορευτικοί). Δεν θα είναι μία σύγκρουση διαρκείας, θα έχει απώλειες και από τις δύο πλευρές και σίγουρα θα δημιουργήσει τετελεσμένα.
>Τι μπορεί να χάσει η Ελλάδα; Μα τα ίδια που μπορεί να χάσει και στις διαπραγματεύσεις.
>Τι μπορεί να κερδίσει η Ελλάδα; Τα κεκτημένα και μία μακροχρόνια Ειρήνη (γιατί και κάποιοι άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι στα Βόρεια θα «καταπιούν την γλώσσα» τους).
>Τι θα κερδίσει η Τουρκία; Αυτά που διεκδικεί και πολλούς διπλωματικούς πονοκεφάλους.
>Τι πιθανόν να χάσει η Τουρκία; Πολλά και το ξέρει καλά ο Ερντογάν. Εάν από μία σύγκρουση με την Ελλάδα η χώρα του δεν βγει νικητής, ο Ερντογάν & Σια πιθανότατα θα δικαστούν ως προδότες και θα θυμηθούν την τύχη του Μεντερές, το 1960…
Η Τουρκία τραβάει την υπόθεση στα άκρα ανέξοδα και άκαπνα, θεωρώντας πως έχει απέναντι της έναν πολιτικό κόσμο, ο οποίος είναι σχεδόν νομοτελειακά βέβαιο, ότι θα κάνει τα ίδια που έκανε και στα Ίμια. Έστω με μικρές παραλλαγές.
Τι πρέπει να γίνει; Δεν θα μπω στον πειρασμό του να κάνω τον στρατηλάτη της πολυθρόνας ή του καναπέ (εξάλλου, η θέση είναι ήδη κατειλημμένη από ένα ευτραφή κύριο). Θα αφήσω τον καθένα να βγάλει μόνος τα δικά του συμπεράσματα. Ώριμοι πολίτες ήμαστε, ας βασανίσουμε λίγο το μυαλό μας αναλογιζόμενοι το τι θα έπρεπε να κάνει η ελληνική ηγεσία.
«Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος, παρά να ζεις γονατιστός» (Emiliano Zapata)
Τα διδάγματα του Πελοποννησιακού Πολέμου ίσως κάνουν την Κίνα να χαμογελά με τα της Συρίας…
(γράφει ο Σωτήρης Δημόπουλος)
Η στρατιωτική υπερθέρμανση επάνω από τη πολύπαθη Συρία εμπεριέχει όλα τα συστατικά της έκρηξης ενός νέου παγκοσμίου πολέμου. Το διακύβευμα είναι ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την τιμωρία των ενόχων κάποιων, πραγματικών ή υποτιθέμενων, ενόχων για χημικές επιθέσεις. Τα νεκρά ή τραυματισμένα παιδιά στις οθόνες μας είναι απλά το σύνηθες μακάβριο σκηνικό της δικαιολόγησης μιας ακόμη στρατιωτικής επέμβασης.
Είναι ακόμη και κάτι περισσότερο από την ασφυκτική πίεση του Ισραήλ, και όσων το υποστηρίζουν, για να το απαλλάξουν από την ευθεία απειλή που υφίσταται από την παρουσία του Ιράν και της Ρωσίας στην αυλή του. Στην πραγματικότητα, στο συριακό θέατρο πολέμου έχει μεταφερθεί ο πυρήνας της σύγκρουσης για την επόμενη ημέρα του πλανήτη.
Μια σύγκρουση που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των οπαδών της υπέρτατης δυτικής αλήθειας στερείται κάθε ηθικού ερείσματος. Γιατί και η Δύση και η παγκοσμιοποίηση έχουν χάσει από καιρό το φωτοστέφανο της πρωτοπορίας προς το μεσσιανικό όραμα της ειρηνικής και ενωμένης παγκόσμιας κοινότητας.
Η Belle Époque της παγκοσμιοποίησης έχει άλλωστε λήξει ήδη από το 2008. Έκτοτε, όλες οι απόπειρες για μια συνθήκη κανονικότητας είναι σαν «των συφοριασμένων», «των Τρώων», του Καβάφη. Όλες καταρρέουν. Οι μαύρες τρύπες πολλαπλασιάζονται. Η αβεβαιότητα ανακηρύσσεται μοναδική βεβαιότητα.
Οι οικονομικές αναταράξεις στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας καλλιέργησαν το έδαφος για την κορύφωση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Οι ομοβροντίες του θεωρητικού οπλοστασίου του «παγκόσμιου χωριού», που συνέτριψαν, φαινομενικά, επί δύο δεκαετίες κάθε εστία κριτικής αμφισβήτησης, σίγησαν απότομα, αφήνοντας τα κάποτε τρομερά κανόνια της πολιτικής ορθότητας να χορταριάζουν, θλιβερά απομεινάρια μιας μαζικής αυταπάτης.
Ακόμη και το οιονεί αντίπαλο δέος του φιλελευθερισμού, αυτό της διεθνιστικής ταξικής πάλης στο δρόμο προς την Εδέμ της παγκοσμιοποίησης πνέει τα λοίσθια. Οι «προλετάριοι» του αναπτυγμένου κόσμου, χάνοντας το ένα μετά το άλλο τα στηρίγματα που οικοδόμησε η μεταπολεμική ευημερία, και ανακαλύπτοντας εν τοις πράγμασι με επώδυνο τρόπο τα αγαθά της πολυπολιτισμικότητας, καταφεύγουν στο ύστατο οχυρό που τους απομένει, αυτό της υπεράσπισης της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού κράτους.
Οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ, αποτυχημένες και μειωμένων ικανοτήτων, έχουν αντιληφθεί ότι κάθονται σε ετοιμόρροπο βάθρο. Η πολιτική κρίση που σοβεί παντού δεν είναι παροδική. Όσο δεν αντιμετωπίζονται οι υπαρκτές εσωτερικές και εξωτερικές απειλές οι ηγεσίες, απολύτως αναλώσιμες, θα ανατρέπονται και θα αντικαθίστανται.
Το καταλυτικό στοιχείο που αγνόησαν ή υποτίμησαν οι δυτικοί ή δυτικόστροφοι απολογητές της παγκοσμιοποίησης ήταν ότι η οικονομική ανάπτυξη στην νέα παγκόσμια παραγωγική κατανομή δεν προϋπέθετε την απαρέγκλιτη υιοθέτηση και των δυτικών θεσμών, και κυρίως τη δημοκρατία δυτικού τύπου. Έγινε μάλιστα το αντίθετο. (Πόσο εύστοχα το είχε επισημάνει από το μακρινό 1959 ο Κώστας Παπαϊωάννου στη «Γένεση του Ολοκληρωτισμού». Στην Ελλάδα, όμως, προτιμούνται «ιδέες εισαγωγής» ή «μεταφύτευσης»).
Η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία αναδύθηκαν ραγδαία σε συνθήκες μικρότερης ή μεγαλύτερης απολυταρχίας. Το δρόμο τους ακολουθούν κι άλλες μικρότερες και μεγαλύτερες χώρες. Η προσδοκία ότι οι νέες κοινωνικές δυνάμεις που θα αναδείκνυε η οικονομική ανάπτυξη θα ενίσχυαν και το φιλελεύθερο ρεύμα ιδεών καταδείχθηκε παντελώς ανυπόστατη.
Αυτό που συνέβη ήταν η οικονομική άνοδος πλατιών κοινωνικών στρωμάτων να τα ταυτίσει με τα συγκεντρωτικά καθεστώτα. Στην αποδοχή που απολαμβάνουν από συγκεκριμένα στρώματα εδράζεται η εξουσία του Πούτιν, του Σι και του Ερντογάν.
Το γεγονός ότι ο συγκεντρωτισμός προσωποποιείται σε έναν ηγέτη αποτέλεσε μια μοιραία κατάληξη του τρόπου λειτουργίας των καθεστώτων αυτών, αδιάσπαστο, ταυτοχρόνως, στοιχείο της παράδοσής τους. Ήδη στην Κίνα και σύντομα στη Τουρκία, η υπερεξουσία του ηγεμόνα κλειδώνει και συνταγματικά.
Το πιθανότερο είναι ότι το ίδιο θα συμβεί και στη Ρωσία, ως μια νέα εκδοχή «τσαρισμού» ή «σταλινισμού», υπό την απειλή της υπονόμευσης της ακεραιότητας του κράτους από τους επιγόνους του Μπρζεζίνσκι.
Αλώβητες, όμως, δεν θα βγουν από αυτήν τη διαμάχη, ενός πολυπολικού κόσμου, και οι δυτικές δημοκρατίες. Το μοντέλο της Ουγγαρίας δεν είναι εξαίρεση. Όλη η κεντρική Ευρώπη, της οποίας το ευρωπαϊκό όραμα παραπέμπει ίσως περισσότερο σε αυτό των πατέρων της Ένωσης, απ’ ότι των σημερινών διαδόχων της στις Βρυξέλλες, είναι έτοιμη να ακολουθήσει.
Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως και ακόμη και στις ίδιες τις ΗΠΑ, τα αδιέξοδα οδηγούν ταχέως σε αμφισβήτηση βασικών αρχών της δυτικής δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ο εξωτερικός αντίπαλος καθορίζει εν πολλοίς και τη φύση του εσωτερικού πολιτικού συστήματος.
Η αποδόμηση βασικών στοιχείων του δυτικού μοντέλου και η απονομιμοποίησή του από τις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες επιζητά άμεσα απαντήσεις. Πριν, όμως, αυτές δοθούν εσωτερικά, οι δυτικές ελίτ καλούνται εσπευσμένα να υπερασπιστούν σήμερα τα κεκτημένα τους στο διεθνές περιβάλλον απέναντι στους αμφισβητίες.
Χωρίς, όμως, αυτή τη φορά να έχουν την υπεροχή του «δικαίου». Ωθούνται, απογυμνωμένοι ηθικά, από ιδιοτελή συμφέροντα, με όρους ανάλογους αυτών πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύγχυση; Μα παντού.
Αν, πάντως, θέλαμε να ανατρέξουμε σε ένα ιστορικό προηγούμενο, αυτό είναι ίσως του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά από τρεις δεκαετίες εξαντλητικού πολέμου των δύο παρατάξεων, ο πραγματικός νικητής ήταν το μακρινό βασίλειο της Μακεδονίας. Ίσως οι Κινέζοι να διαβάζουν καλύτερα την αρχαία ελληνική Ιστορία.
«Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος, παρά να ζεις γονατιστός» (Emiliano Zapata)
Μα έχουν φτάσει ήδη στο σημείο διάλυσης του κράτους της Συρίας.
Επομένως, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο άτυπο τραπέζι των
(μυστικών) συνομιλιών προκειμένου να διαμοιράσουν τα
καντόνια (βιλαέτια) της επί της ουσίας "ομόσπονδης" Συρίας!